μορεσκάντος

μορεσκάντος
ο
(στα έργα τού κρητικού θεάτρου) ηθοποιός που εμφανίζεται ως αρματωμένος πολεμιστής χορεύοντας τη μορέσκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. morescanti (πληθ. μτχ. τού morescare)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”